τυλιγαδιάζω

τυλιγαδιάζω
τυλιγάδιασα, τυλιγαδιάστηκα, τυλιγαδιασμένος, τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι (βλ. λ.), κουβαριάζω στο τυλιγάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυλιγαδιάζω — Ν [τυλιγάδι] τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι για να τό κάνω κούκλα …   Dictionary of Greek

  • τυλιγάδιασμα — το, Ν [τυλιγαδιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυλίγαδιάζω …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”